φυγόστρατος

φυγόστρατος
ο, Ν
ανυπότακτος («τόν έχουν κηρύξει φυγόστρατο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αορ. β' -φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + στρατός (πρβλ. λιπό-στρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυγόστρατος — η, ο αυτός που αποφεύγει τη στράτευση, τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, ο ανυπόταχτος ή ο λιποτάχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπόστρατος — ο αυτός που απέφυγε τη στράτευση, φυγόστρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + στρατός] …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • φυγοστρατία — η, Ν η αποφυγή τών στρατιωτικών υποχρεώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγόστρατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φυγάδας — ο 1. αυτός που τράπηκε σε φυγή σε ώρα μάχης ή κινδύνου, που εγκατέλειψε τη θέση του (ή τις τάξεις του στρατού, σε καιρό πολέμου), ο λιποτάχτης. 2. αυτός που δεν πήγε να καταταχτεί στο στρατό, αν και επιστρατεύτηκε η κλάση του, ο ανυπόταχτος, ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυγοστρατία — η το να είναι κανείς φυγόστρατος (λιποτάχτης ή ανυπόταχτος), η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”